- τομάτα
- η помидор (плод); томат;
με τομάτα — с помидорами; — в томате, в томатном соусе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
με τομάτα — с помидорами; — в томате, в томатном соусе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τομάτα — η, Ν βλ. ντομάτα … Dictionary of Greek
τομάτα — η βλ. ντομάτα, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
CENTENARIAE Rosae — apud Tertullian. de Coron. Milit. Uti nunc laurca et myrto et olea, et illustriore quaque fronde, et quod magis usu est, centenariis quoque rosis ex horto Midae lectism, etc. Rhenano illaesunt, quae centifoliae Plinio, l. 21. c. 4. et… … Hofmann J. Lexicon universale
ντομάτα — Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), από τα πιο γνωστά λαχανοκομικά φυτά. Η επιστημονική ονομασία του είναι σολανό το λυκοπερσικό ή λυκοπερσικό το εδώδιμο. Καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στις χώρες της Μεσογείου, χάρη στο θερμό… … Dictionary of Greek
σάλτσα — και σάρτσα, η, Ν 1. μίγμα θρεπτικών ουσιών υγρής ή ημίρρευστης σύστασης με αρτυματικά, τομάτα, μανιτάρια, λιπαρά συστατικά, κρασί και ενδεχομένως τυρί ή γάλα, με το οποίο περιχύνονται φαγητά ή προστίθεται σε αυτά κατά το μαγείρεμα για να γίνουν… … Dictionary of Greek
ντομάτα — ντομάτα, η και τομάτα, η (λ. ιταλ.), ο καρπός του φυτού ντοματιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)